ενανθρακώ

ενανθρακώ
(р) μετ. добавлять углерод (в железо, сталь)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ενανθρακώ" в других словарях:

  • ενανθρακώ — ( όω) και ενανθρακώνω με πυροχημική κατεργασία εμπλουτίζω σίδηρο ή μεταλλικό κράμα με άνθρακα για να αυξηθεί η σκληρότητά του …   Dictionary of Greek

  • ενανθράκωση — Επεξεργασία στην οποία υποβάλλονται ορισμένοι χάλυβες (εξαιρετικά μαλακοί και ειδικοί), με σκοπό να γίνει περισσότερο σκληρή η επιφάνειά τους. Η ε. βασίζεται στην απορρόφηση μικρών ποσοτήτων άνθρακα από το επιφανειακό στρώμα του μετάλλου… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»